ατιμώρητο

ατιμώρητο
cezasız, cezalandırılmamış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • Λαρμπό, Βαλερί — (Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”